- καταδρομή
- η (Α καταδρομή)επιδρομή, εχθρική εισβολήνεοελλ.1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.)2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» — στρατιωτικές μονάδες ειδικά εκπαιδευμένες για δύσκολες και αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις(«Λόχοι Ορεινών Καταδρομών»)αρχ.1. (για στρατεύματα στη μάχη) επίθεση2. έφοδος κατά φρουρίου3. βίαιη προσβολή, ονειδισμός4. επιστροφή, καταφυγή5. τρύπα μέσα στη γη που χρησιμεύει ως σπηλιά ή κρησφύγετο ζώων, λάκκος6. υπόγεια στοά, κρύπτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καταδρομέας].
Dictionary of Greek. 2013.